βαριαρρωστώ

βαριαρρωστώ
(ε) αμετ. тяжело заболевать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βαριαρρωστώ" в других словарях:

  • βαριαρρωστώ — και βαριαρρωσταίνω ησα, βαριαρρωστημένος, αρρωσταίνω βαριά, σοβαρά: Βαριαρρώστησε με πνευμονία και βρίσκεται στο νοσοκομείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαριαρρωστώ — βαριαρρωστάω / βαριαρρωστώ, βαριαρρώστησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαριαρρωσταίνω — και βαριαρρωστώ (Μ βαριαρρωστῶ, άω) είμαι βαριά άρρωστος …   Dictionary of Greek

  • βαριαρρωστάω — / βαριαρρωστώ, βαριαρρώστησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»